επιφυλακτικός

επιφυλακτικός
η , ό[ν] осторожный, осмотрительный; сдержанный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επιφυλακτικός" в других словарях:

  • επιφυλακτικός — ή, ό αυτός που διατηρεί επιφυλάξεις, δισταγμούς («επιφυλακτική γνώμη, στάση» κ.λπ.). επίρρ... επιφυλακτικά και –ώς με επιφύλαξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφύλαξη. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • επιφυλακτικός — ή, ό επίρρ. ά που διατηρεί επιφυλάξεις, διστακτικός, στο έπακρο προσεκτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …   Dictionary of Greek

  • φυλάσσω — ΝΜΑ, και φυλάγω και φυλάω και διαλ. τ. φλά(γ)ω Ν, και αττ. τ. φυλαττω Α [φύλαξ, ακος] 1. φρουρώ (α. «τόν φύλαγαν πέντε σωματοφύλακες» β. «αὕτη φραγμὸς ἡ ἀρετὴ... ἀσύλητα φυλάττουσα τῆς ψυχῆς τὰ κειμήλια», Νείλ. γ. «πρὸς γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν ἡμέραν… …   Dictionary of Greek

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • αμπαρώνω — κλείνω την πόρτα με αμπάρα για μεγαλύτερη ασφάλεια η μετοχή αμπαρωμένος έχει και την έννοια κλεισμένος στον εαυτό του, απρόθυμος για επικοινωνία ή συνεννόηση, επιφυλακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπάρα. ΠΑΡ. αμπάρωμα, αμπαρωτός] …   Dictionary of Greek

  • απομουδιασμένος — η, ο (μτχ. πρκμ. του άχρ. απομουδιάζω) 1. εντελώς μουδιασμένος, αποχαυνωμένος 2. διστακτικός, επιφυλακτικός …   Dictionary of Greek

  • ασχάλλω — ἀσχάλλω και ἀσχαλῶ ( άω) (Α)·1. στενοχωριέμαι, δυσανασχετώ, αδημονώ 2. θρηνώ για κάτι 3. διστάζω, είμαι επιφυλακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. το ρ. ασχάλλω προέρχεται από *άσχαλος (< α στερ. + θ. αορ. σχ ειν του ρ. έχω + κατάλ. αλος*) «αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • διασκεπτικός — ή, ό (Α διασκεπτικός, ή, όν) 1. ο διασκεπτήριος 2. ο ικανός να διασκέπτεται αρχ. προσεκτικός, επιφυλακτικός …   Dictionary of Greek

  • εξετάζω — (AM ἐξετάζω) [ετάζω] 1. ερευνώ λεπτομερώς, ελέγχω («τὴν ὑπάρχουσαν συμμαχίαν ἐξήταζον», Θουκ.) 2. υποβάλλω σε ανάκριση, ανακρίνω («το δικαστήριο εξέτασε τους μάρτυρες») 3. ελέγχω προσεκτικά για να διαπιστώσω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («εξέτασε …   Dictionary of Greek

  • επιφυλακτικότητα — η η ιδιότητα τού επιφυλακτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφυλακτικός. Η λ. στον λόγιο τ. επιφυλακτικότης μαρτυρείται από το 1877 στον Αθ. Παπαλεξανδρή] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»